ἐργατίνης

ἐργατίνης
ἐργᾰτ-ίνης [pron. full] [ῐ], ου, ,
A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ;

ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3

, AP11.58 (Maced.) ;

βοῦς ἐ. A.R.2.663

(pl.), AP 6.228 ([place name] Adaeus).
II c. gen., making a thing or practising an art,

μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239

(Maced.); Κύπριδος ib.274 (Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εργατίνης — ἐργατίνης, ὁ (AM) 1. εργάτης, γεωργός 2. αυτός που ασκεί μια τέχνη 3. (για τον Χριστό) δημιουργός 4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • ἐργατίνης — husbandman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίναι — ἐργατίνης husbandman masc nom/voc pl ἐργατίνᾱͅ , ἐργατίνης husbandman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίναις — ἐργατίνης husbandman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίναισι — ἐργατίνης husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίνην — ἐργατίνης husbandman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίνου — ἐργατίνης husbandman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίνα — ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc nom/voc/acc dual ἐργατίνης husbandman masc voc sg ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc gen sg (doric aeolic) ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατίνας — ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc acc pl ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”